σκι

σκι
Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη χρησιμοποίηση διάφορων υλικών όπως πλαστικές ύλες, ίνες γυαλιού, ατσάλι και ξύλο. Οι κάτω πλευρές είναι εφοδιασμένες με μεταλλικές ταινίες ενσωματωμένες στο πέδιλο. Η κάτω επιφάνεια είναι σχεδόν πάντα από αυτολιπαινόμενη πλαστική ύλη με αυλακώσεις κατά μήκος. Στην επάνω επιφάνεια του σκι, περίπου στη μέση του μήκους, τοποθετείται το πιάσιμο: αυτό έχει σκοπό να στερεώνει τη σόλα του παπουτσιού πάνω στην επιφάνεια του σκι, ώστε να εμποδίζει τις έστω και μικρές μετακινήσεις και των δύο στοιχείων. Υπάρχουν και ειδικά πιασίματα για ειδικές περιπτώσεις, όπως π.χ. για καταβάσεις και για σκι αλπινισμού, που είναι καμωμένα έτσι που να επιτρέπουν στο χιονοδρόμο να σηκώνει το τακούνι του παπουτσιού, χωρίς όμως να χάνει τον έλεγχο του σκι. Τα πιασίματα είναι σχεδόν όλα σήμερα του τύπου ασφαλείας, δηλαδή με αυτόματο άνοιγμα σε περίπτωση πεσίματος: απελευθερώνοντας το παπούτσι από το σκι, προλαβαίνουν πιθανούς τραυματισμούς και εξαρθρώσεις του ποδιού. Μικρά δερμάτινα ή πλαστικά λουριά, προσαρμοσμένα στο πιάσιμο και δεμένα στο πόδι, εμποδίζουν το σκι, στην περίπτωση που θ’ αποσυνδεθεί από το παπούτσι σε πτώση, να χαθεί ή να χτυπήσει άλλον δρομέα στη διαδρομή του. Τον εξοπλισμό του αθλούμενου στο σκι, συμπληρώνουν τα παπούτσια, τα μπαστούνια και οι ρακέτες. Οι τελευταίες είναι πολύ ελαφρές, γενικά από μεταλλικό κράμα και καταλήγουν στο πάνω μέρος σε μια λαβή και στο κάτω σε μια ροδέλα που εμποδίζει να εισχωρήσει βαθιά το μπαστούνι στο χιόνι. Το σκι δημιουργήθηκε από την αναγκαιότητα μετακίνησης πάνω στο χιόνι. Ο τόπος της καταγωγής του, κατά μερικούς ιστορικούς, φαίνεται πως είναι η ασιατική περιοχή των Αλτάιων, ανάμεσα στη Μογγολία και τη Σιβηρία. Από κει διαδόθηκε την προϊστορική εποχή στη Βόρεια Αμερική από το Βερίγγειο Πορθμό και στη Βόρεια Ευρώπη. Η θεωρία αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι βρέθηκαν στον Καναδά σκι, πολύ όμοια με κείνα που βρέθηκαν στα βόρεια της Ευρώπης και της Ασίας. Προϊστορικής εποχής μαρτυρίες για την προέλευση του σκι βρέθηκαν στο Όβρεμπαι της Νορβηγίας. Μερικές πάλι βραχογραφίες σε μια σπηλιά του νορβηγικού νησιού Ραίνταιη, παριστάνουν καθαρά κυνηγό που φορά μακριά σκι, με πολύ γυρισμένες προς τα πάνω άκρες. Στην ιστορική εποχή, οι περιγραφές χρονικογράφων και ιστορικών, όπως του Ξενοφώντα, του Στράβωνα, του Προκόπιου από την Καισάρεια, του Παύλου Διακόνου, του Όλ. Μάγκνους, είναι πολυάριθμες. To 12o και το 13o αι. η χρήση των σκι διαδόθηκε ιδιαίτερα στη Βόρεια Ευρώπη: ο Σκαν-διναβός βασιλιάς Σβέρρε (1151 - 1202) εισήγαγε τη χρήση τους στο στρατό του. Το δεύτερο μισό του 18ου αι. οργάνωναν στις βόρειες χώρες αγώνες, σε συνδυασμό με ασκήσεις σκοποβολής: τα σκι ήταν δύο ειδών με διαφορετικό σχήμα, μακρύ και ελαφρό το αριστερό και κοντό και πλατύ το δεξιό. Το πρώτο, που λεγόταν «λάγκσκια», χρησίμευε για το τρέξιμο πάνω στο χιόνι, ενώ το δεύτερο, που λεγόταν «αντό-ρεν», προοριζόταν για την προώθηση και το φρενάρισμα και ήταν σκεπασμένο με δέρμα. Μόνο στις αρχές του 19ου αι. σε μερικά σώματα του φιλανδικού στρατού εφάρμοσε η χρήση του μπαστουνιού σαν βοηθητικού του χιονοδρόμου. Οι πρώτοι κανόνες για την εισαγωγή του σκι στον αθλητισμό καθορίστηκαν στο Τέλεμαρκ της Νορβηγίας. Ήδη, το 1843, έγιναν στο Τρόμσαι αγώνες και το 1860 ο βασιλιάς της Νορβηγίας αθλοθέτησε κύπελλο για αγώνες του είδους. Το 1885, ο Λάπωνας Λαρς Τουόρντα νίκησε στους πρώτους αγώνες μεγάλης διαδρομής, διατρέχοντας 220 χιλιόμετρα σε 21 ώρες περίπου. Το 1924 έγιναν στο Σαμονί (Γαλλία) οι πρώτοι χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες και το 1928 στο Ζανκτ Άντον του Άρλμπεργκ οι πρώτοι αξιόλογοι αγώνες για το Κύπελλο Κανταχάρ. Η τελειοποίηση του σκι οδήγησε τελικά σε μια σειρά εξειδικεύσεων σ’ ό,τι αφορά τη χρησιμοποίηση του. Ο χαρακτηρισμός σκι αγώνων, αναφέρεται σε αντρικούς αγώνες δρόμου αντοχής 15,18 και 30 χλμ. και σε γυναικείους 5 και 10 χλμ. Υπάρχει και δρόμος αντοχής 50 χλμ. σε διαδρομή που προβλέπει ίσα μέρη ανάβασης, κατάβασης και ισόπεδης πορείας. Άλλα αθλήματα είναι η σκυλατοδρομία, το πήδημα, οι ελεύθερες καταβάσεις σε πλαγιές που δεν έχουν επίπεδα τμήματα κ.ά. Ο λεγόμενος αλπινισμός με σκι δεν έχει μεγάλη διάδοση γιατί απαιτεί πολλές ικανότητες, τόσο στο σκι, όσο και στην ορειβασία. Στα τελευταία χρόνια ο αλπινισμός του είδους διδάσκεται και σε ειδικά σχολεία στην περιοχή των Άλπεων. Η άσκησή του απαιτεί ειδικό εξοπλισμό από δέρμα. Λάπωνας φοράει χιονοπέδιλα και κυνηγάει τάρανδο: σκίτσο λαϊκού καλλιτέχνη του 16ου αιώνα. Στιγμιότυπο από αγώνες πρωταθλήματος σκι (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
άκλ.
1. η χιονοδρομία, άθλημα που γίνεται πάνω στο χιόνι με ειδικά πέδιλα
2. τα πέδιλα που χρησιμοποιούνται για το άθλημα αυτό
3. φρ. «θαλάσσιο σκι» — άθλημα που διεξάγεται στην επιφάνεια τής θάλασσας ή λίμνης και κατά την οποία ο αθλούμενος, που φορεί πέδιλα παρόμοια με εκείνα τής χιονοδρομίας, σύρεται με ταχύτητα από ταχύπλοο σκάφος, κατορθώνοντας έτσι να επιπλέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ski < αρχ. νορβ. skīth «κομμάτι ξύλου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκι — το (λ. γαλλ.), άκλ. 1. χιονοπέδιλα: Αγόρασε καινούρια σκι. 2. χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα: Πήγαν στο Πήλιο, για να κάνουν σκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιραφεῖα — σκῑραφεῖα , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιραφεῖον — σκῑραφεῖον , σκιραφεῖον gambling house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιραφείοις — σκῑραφεί̱οις , σκιραφεῖον gambling house neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιριτῶν — Σκῑρῑτῶν , Σκιρῖται the Scirites masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίδα — Σκῑρωνίδα , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem acc sg Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc nom/voc/acc dual Σκιρωνίδᾱ , Σκιρωνίδης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίδες — Σκῑρωνίδες , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίδων — Σκῑρωνίδων , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίς — Σκῑρωνίς , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιρωνίσιν — Σκῑρωνίσιν , Σκίρων which blew from the Scironian rocks fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”